Η ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού
Δρ. Χρήστος Χριστοφή, Αναπτυξιολόγος Παιδίατρος- Εφηβίατρος
Η ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού-Αναπτυξιακός έλεγχος σε ηλικίες κλειδιά
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχολούν τους γονείς και τους παιδαγωγούς της προσχολικής και της σχολικής ηλικίας είναι η ψυχοκινητική ανάπτυξη των παιδιών. Η ψυχοκινητική ανάπτυξη είναι η λειτουργική διαφοροποίηση του οργανισμού, κατά την διάρκεια της οποίας αποκτώνται συνεχώς νέες ικανότητες, που διαμορφώνονται από την αλληλεπίδραση του γενετικού υλικού με τους εξωτερικούς παράγοντες (διατροφή, νοσήματα, οικογενειακό-οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον). Είναι μια συνεχής και δυναμική εξεργασία που πραγματοποιείται κλιμακωτά, σύμφωνα με μια εξελικτική ιεραρχία ως προς την εμφάνιση των δεξιοτήτων, για να φτάσει ο οργανισμός στην πληρότητα.
Η ανάπτυξη ενός παιδιού δεν είναι εξελικτική διαδικασία μιας μόνο λειτουργίας, αλλά το τελικό αποτέλεσμα πολλών επιμέρους λειτουργιών, που βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση και επομένως ο έλεγχος της προϋποθέτει έλεγχο των επιμέρους τομέων της, δηλαδή της αδρής κινητικότητας, της ακοής, της όρασης, της λεπτής κινητικότητας-των χειρισμών με τα χέρια, της κοινωνικής συμπεριφοράς και του παιχνιδιού. Επιπλέον, η ανάπτυξη του παιδιού αποτελεί μια δυναμική λειτουργία που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση συγκεκριμένων δεξιοτήτων στις διάφορες ηλικίες που ονομάζονται αναπτυξιακά ορόσημα, γι’ αυτό ο έλεγχος της ανάπτυξης θα πρέπει να γίνεται όχι μόνο κατά τομείς αλλά και κατά ηλικίες. Οι τομείς αυτοί αλληλοεπηρεάζονται, καθώς οι δεξιότητες σε κάθε ένα από αυτούς, επηρεάζουν την απόκτηση ικανοτήτων στους υπόλοιπους.
Η παιδική ηλικία είναι κατά κανόνα μια περίοδος συνεχούς εξέλιξης και γενικευμένων αλλαγών σε σωματικό, νοητικό και ψυχολογικό επίπεδο. Οι βασικοί σταθμοί εξέλιξης π.χ. η στήριξη της κεφαλής, η σύλληψη αντικειμένων, η βάδιση, η ομιλία, ο έλεγχος των σφιγκτήρων κ.ά. ακολουθούν μια ορισμένη σειρά και πραγματοποιούνται εντός κάποιων «φυσιολογικών» χρονικών διακυμάνσεων. Επομένως η ψυχοκινητική εξέλιξη είναι ίδια για όλα τα παιδιά, αλλά ο ρυθμός της διαφοροποιείται από το ένα παιδί στο άλλο.
Επειδή υπάρχει μεγάλη διακύμανση στο φυσιολογικό ρυθμό της ανάπτυξης είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς το φυσιολογικό από το παθολογικό. Οι διάφορες ικανότητες αναπτύσσονται παράλληλα. Σε φυσιολογικά παιδιά είναι δυνατόν μία ικανότητα να υπολείπεται λίγους μήνες σε σχέση με μία άλλη, είναι σπάνιο όμως η καθυστέρηση να αφορά όλες τις ικανότητες, οπότε μιλάμε για ψυχοκινητική καθυστέρηση. Πάντως όσο πιο πολύ απέχει ένα παιδί από το μέσο όρο, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να παρουσιάζει κάποια διαταραχή της ανάπτυξής του που οφείλεται σε οργανική, λειτουργική, ή περιβαλλοντική αιτία. Αν υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στην ανάπτυξη μιας ικανότητας, αυτό αποτελεί ένδειξη ότι μπορεί να υπάρχει νευρολογικό πρόβλημα.
Για την κατάκτηση μιας αναπτυξιακής ικανότητας χρειάζεται να υπάρχει ακεραιότητα και φυσιολογική ωρίμανση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Παράλληλα με την μυελίνωση των νευρικών οδών και την ωρίμανση των φλοιωδών κέντρων, επιτυγχάνεται ο βουλητικός έλεγχος των κινήσεων, εξαφανίζονται τα αρχέγονα νεογνικά αντανακλαστικά και ακολουθεί η κεφαλοουραία κινητική εξέλιξη (στήριξη κεφαλής, καθιστή θέση, συντονισμός των μυών της σπονδυλικής στήλης, χρήση των χεριών, βάδιση). Εκτός από την ωρίμανση του κεντρικού νευρικού συστήματος, σημαντικό ρόλο παίζει και η εξάσκηση, που συνδέεται στενά με το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και μεγαλώνει ένα παιδί. Έτσι όταν δεν υπάρχει εξάσκηση, η εμφάνιση μιας δεξιότητας καθυστερεί, ενώ όταν δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία η ίδια δεξιότητα εκδηλώνεται πολύ γρήγορα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να δέχεται το παιδί συνεχώς εξωτερικά ερεθίσματα από το περιβάλλον του, που θα το βοηθήσουν να αναπτυχθεί σωστά.
Η καθυστέρηση σε αυτές τις ηλικίες, σε συνδυασμό με περιβαλλοντικούς, γενετικούς και βιολογικούς παράγοντες μας θέτει σε επιφυλακή και αποτελεί κριτήριο για την χορήγηση ειδικότερων αναπτυξιακών δοκιμασιών που πιθανό να μας οδηγήσουν στη διάγνωση αναπτυξιακών διαταραχών. Ο έλεγχος όμως επεκτείνεται και σε μεγαλύτερες ηλικίες καθώς ήπιες αλλά σημαντικές διαταραχές μπορεί να διαφεύγουν της προσοχής γονέων, εκπαιδευτικών αλλά και ιατρών ενώ η ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη έχει κυρίαρχη θέση καθώς πλησιάζουμε στην εφηβεία.
Για να εκτιμήσουμε την ανάπτυξη ενός παιδιού, είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση αντικειμενικών μεθόδων, δηλαδή η χρησιμοποίηση αναπτυξιακών δοκιμασιών που έχουν κατασκευαστεί μετά από καταγραφή των δεξιοτήτων «φυσιολογικών» παιδιών στις διάφορες ηλικίες. Επίσης οι γονείς θα δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τις ικανότητες εκείνες που δεν μπορεί να ελεγχθούν κατά την διάρκεια της αξιολόγησης, όπως η δυνατότητα να τρώει μόνο του, να βάζει ή να βγάζει τα ρούχα του κ.ά. Με τις αναπτυξιακές δοκιμασίες δίνεται η ευκαιρία στον παιδίατρο να εντοπίσει έγκαιρα τα παιδιά που καθυστερούν να εμφανίσουν τις αναμενόμενες για την ηλικία τους ικανότητες, ώστε να παραπεμφθούν σε ειδικούς αναπτυξιολόγους γιατρούς προκειμένου να αντιμετωπισθούν κατάλληλα οι δυσκολίες τους.
Η έγκαιρη διάγνωση των αναπτυξιακών διαταραχών στα πρώιμα στάδια της ζωής είναι πολύ σημαντική. Επειδή μέχρι τα 3 πρώτα χρόνια της ζωής ο εγκέφαλος είναι ιδιαίτερα εύπλαστος, οι ικανότητες που έχουν την έδρα τους σε μια περιοχή που δεν λειτουργεί λόγω βλάβης του νευρικού συστήματος, μπορούν εύκολα να μεταφερθούν σε μια άλλη γειτονική περιοχή του εγκεφάλου και να μην χαθούν. Η έγκαιρη ανίχνευση και πρώιμη παρέμβαση ακόμα και σε απλές περιπτώσεις οδηγεί σε πολύ καλά αποτελέσματα, μείωση του άγχους τόσο της οικογένειας αλλά και του ίδιου του παιδιού ενώ βοηθά ταυτόχρονα στην διαπίστωση και στην χρήση όλων των δυνατοτήτων του παιδιού τόσο σε ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο όσο και σε γνωστικό.
Η ψυχοκινητική εξέλιξη του παιδιού ελέγχεται γενικότερα στους τομείς: α) ομιλίας και ακοής, β) αδρής κινητικότητας, γ) όρασης, αντίληψης-εκτέλεσης δεξιοτήτων και λεπτής κινητικότητας, και δ) προσωπικότητας-κοινωνικότητας και παιχνιδιού. Με την πάροδο του χρόνου εξειδικεύεται στο να περιλαμβάνει ανώτερες λειτουργίες όπως γνωσιακές και συμπεριφορικές. Περιλαμβάνει ειδική νευροαναπτυξιακή εκτίμηση των οροσήμων, γνωστικά τεστ, συμπεριφοριστική εκτίμηση, λεπτομερέστατο ιατρικό ιστορικό και σε ειδικές περιπτώσεις ειδικό εργαστηριακό έλεγχο για αποκλεισμό παθολογικών καταστάσεων όπως και συντονισμό με άλλους ειδικούς γιατρούς, θεραπευτές ή εκπαιδευτικούς.
Η συναισθηματική ανάπτυξη και συμπεριφορά του παιδιού είναι στοιχεία, που καθορίζουν την προσαρμογή του στο περιβάλλον. Η συναισθηματική ανάπτυξη ωριμάζει ταυτόχρονα με τα όλη την ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού, όταν όμως παρεκκλίνει, τότε επηρεάζει τη νοητική ανάπτυξη και την αντιληπτική ικανότητα. Η κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη εξελίσσονται κυρίως, μέσα από τρεις περιοχές, το σπίτι, το σχολείο και την γειτονιά. Το σπίτι παραμένει το πιο ισχυρό περιβάλλον για την συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και η σχέση γονιού-παιδιού αποτελεί την πιο ασφαλή βάση στήριξης του.
Ο έλεγχος της ψυχοκινητικής εξέλιξης του παιδιού είναι αναγκαίο να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παιδιατρικής εξέτασης για την πρώιμη ανίχνευση πιθανών διαταραχών. Η εκτίμηση της εξέλιξης σε κάθε τομέα βασίζεται στα αναπτυξιακά ορόσημα και οι ηλικίες που έχουν επιλεγεί για τον συστηματικό έλεγχο της ανάπτυξης, επειδή σε αυτές τις ηλικίες κατακτώνται χαρακτηριστικές δεξιότητες ονομάζονται «ηλικίες-κλειδιά», και είναι οι ακόλουθες: 6 εβδομάδες, 9 μήνες, 1 έτος, 18 μήνες, 2 ½ χρόνια, 3 χρόνια, 4χρόνια, 5χρόνια.
Σε περίπτωση που το παιδί δεν εμφανίζει τις δεξιότητες που αντιστοιχούν στην «ηλικία-κλειδί» που εξετάζεται αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη του αποκλίνει από το φυσιολογικό σε σχέση με άλλα συνομήλικα παιδιά. Οι γονείς θα πρέπει να απευθυνθούν σε παιδίατρο αρχικά και στην συνέχεια σε αναπτυξιολόγο ή άλλο ειδικό προκειμένου το παιδί να υποβληθεί σε λεπτομερή διαγνωστικό έλεγχο που θα καθορίσει τα αίτια της καθυστέρησης και τυχών θεραπευτική προσέγγιση.
|