COVID-19 και χρήση μάσκας προσώπου
Συγγραφείς: Μιχάλης Ιασονίδης1, Έλλη Σιαμά1, Άντρος Γεωργίου1, Χρυσόστομος Κουάλης1, Γεωργία Αγαθοκλέους1, Παναγιώτης Γιάλλουρος2.
1 Παιδίατροι, Παιδιατρικό Κέντρο Ηλιακτίδα, Λεμεσός,
2 Καθηγητής Παιδιατρικής-Παιδοπνευμονολογίας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κύπρου
Υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρηση σχετικά με τη χρήση μάσκας και την προστασία που προσφέρει. Αυτό συμβαίνει με πολλές πτυχές της πανδημίας COVID-19, γιατί πρόκειται για ένα νέο μικροοργανισμό, που ακόμα δεν κατανοούμε πλήρως τη βιολογία του. Έτσι οι συστάσεις αλλάζουν καθώς αυξάνονται οι γνώσεις μας και τα επιστημονικά δεδομένα.
Ξέρουμε ότι ο κορωνοϊός μεταδίδεται κυρίως από άτομο σε άτομο μέσω λειτουργιών του αναπνευστικού συστήματος (μέσω της αναπνοής, της ομιλίας, του βήχα, του φταρνίσματος κλπ.). Η κοινωνική αποστασιοποίηση και η μείωση της έκθεσης είναι οι δύο κυριότεροι τρόποι για να μειωθεί η εξάπλωση του ιού. Παρόλο που οι σχετικές μελέτες είναι περιορισμένες, όλα τα δεδομένα υποστηρίζουν ότι η χρήση μάσκας ως βασικού μέτρου δημόσιας υγείας μπορεί να μειώσει την εξάπλωση του ιού. Βέβαια αρχικά υπήρχε σημαντική έλλειψη μασκών για τους εργαζόμενους πρώτης γραμμής, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους για την υποτονική σύσταση για τη χρήση μάσκας στο ευρύ κοινό.
Είναι γνωστό ότι καμμιά μάσκα δεν προστατεύει 100%. Μεγαλύτερη προστασία προσφέρει η μάσκα N-95, η οποία μπορεί να κατακρατήσει κατά 95% σωματίδια μεγέθους όσο ένας τέτοιος ιός. Αυτές οι μάσκες εξακολουθούν να προορίζονται συνήθως για εργαζόμενους πρώτης γραμμής, οι οποίοι εργάζονται σε συνθήκες υψηλού κινδύνου με αερολύματα (aerosols) που μεταφέρουν ιογενή σωματιδία. Οι χειρουργικές μάσκες είναι λιγότερο προστατευτικές, ενώ οι υφασμάτινες ακόμα λιγότερο. Ωστόσο, ακόμη και μια μείωση 50% στην ιογενή μετάδοση είναι στατιστικά σημαντική.
Είναι σημαντικό η μάσκα να μην είναι πολύ χοντρή, ώστε να δυσκολεύει την αναπνοή. Επίσης η προσθήκη φίλτρων δεν φαίνεται τόσο απαραίτητη και μπορούν να κάνουν τις μάσκες πιο δύσκολα ανεκτές. Ωστόσο είναι γνωστό από πειράματα ότι η τοποθέτηση πολλών στρωμάτων μάσκας μπροστά από στόμα και μύτη δεν επηρεάζουν την αναπνευστική λειτουργία (κορεσμό οξυγόνου – Sat O2 και επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα – CO2) σε υγιή άτομα (βλέπε Video https://www.youtube.com/watch?v=IKq0_UveYFQ).
Τα άτομα με προϋπάρχοντα πνευμονολογικά προβλήματα, που επηρεάζουν την πνευμονική τους λειτουργία θα πρέπει να συζητήσουν με τους γιατρούς τους την αναγκαιότητα ή μη χρήσης μάσκας. Τέτοιοι ασθενείς είναι όσοι έχουν FEV1<40% ή και FVC<40%.
Η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία σε ανακοίνωση της (12/8/2020) αναφέρει:
«Η αποφυγή της χρήσης μάσκας με τη γενική έννοια ‘’αναπνευστικοί ασθενείς’’ δεν έχει καμμιά εφαρμογή.
Ειδικά για τους ασθενείς με χρόνια αναπνευστικά νοσήματα η χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους είναι ιδιαίτερα σημαντική μια και θεωρούνται άτομα υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση.
Η χρήση μάσκας μπορεί εν τούτοις να επιφέρει σχετική αναπνευστική δυσφορία σε άτομα με χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια (που λαμβάνουν οξυγονοθεραπεία) ή με σοβαρές σπιρομετρικές διαταραχές.
Ενδεικτικά, στους ασθενείς με τιμές FEV1<40% ή και FVC<40% (σε περιπτώσεις διάχυτων διάμεσων πνευμονοπαθειών), θα πρέπει να γίνεται εκτίμηση από τον θεράποντα πνευμονολόγο.
Η εκτίμηση θα μπορούσε να περιλαμβάνει οξυμετρία, προ και μετά από τη χρήση της μάσκας, αναλυτική επίδειξη της ορθής εφαρμογής και δοκιμή διαφορετικών τύπων μάσκας για πιο άνετη χρήση (π.χ.αποφυγή υφασμάτινων και χρήση μασκών με βαλβίδα εκπνοής).
Στις περιπτώσεις όπου η εφαρμογή οποιουδήποτε τύπου μάσκας δεν είναι εφικτή, θα πρέπει στον ασθενή να επεξηγούνται οι κίνδυνοι για την υγεία του και να του γίνονται συστάσεις για την αποφυγή άσκοπων μετακινήσεων, ειδικά σε συνθήκες αυξημένου κινδύνου (συγχρωτισμός). Οι ασθενείς αυτοί, πιθανώς έχουν ούτως ή άλλως περιορισμένη κινητικότητα και άρα δεν εκτίθενται συχνά και χρονικά παρατεταμένα σε συνθήκες όπου η μάσκα είναι επιβεβλημένη.
Σε αυτές μόνο τις περιπτώσεις, εφ΄ όσον κρίνεται αναγκαίο, δύναται να χορηγείται η κατάλληλη -σαφώς αιτιολογημένη- βεβαίωση από τον θεράποντα πνευμονολόγο».
Παρεμπιπτόντως όσον αφορά τον παιδιατρικό πληθυσμό της Κύπρου, υπολογίζεται ότι πολύ μικρός αριθμός (10-20 παιδιά) Παγκύπρια πληρούν τους πιο πάνω όρους για αποφυγή χρήσης μάσκας. Αυτά δε τα παιδιά και λόγω της επιβαρυμένης πνευμονικής τους λειτουργίας πρέπει να εξαιρεθούν από τη φυσική τους παρουσία στο σχολείο και να λαμβάνουν εκπαίδευση κατ’ οίκο.
Τελευταία υπάρχει μεγάλη συζήτηση στους επιστημονικούς κύκλους σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης του ιού SARS-CoV-2 στην κοινότητα. Όσοι εμπλέκονται στην πρακτική της πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων, γνωρίζουν ότι τα μέτρα πρόληψης μετάδοσης παθογόνων που μεταδίδονται με τον αέρα ταξινομούνται σε 2 μεγάλες κατηγορίες, ανάλογα αν μεταφέρονται με σταγονίδια (droplets) ή αερολύματα (aerosols). Τα μεν σταγονίδια έχουν αεροδυναμική διάμετρο ≥5 μm και λόγω του βάρους τους διανύουν μικρές μόνο αποστάσεις (έως 2 μέτρα) και σύντομα πέφτουν λόγω βαρύτητας. Τα δε αερολύματα έχουν αεροδυναμική διάμετρο <5 μm και ως εκ τούτου δύνανται να αιωρούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα (έως και μέρες) και σε μεγάλες αποστάσεις (έως και δεκάδες μέτρα).
Αντίστοιχα λοιπόν εφαρμόζονται και τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης, τα οποία στην πρώτη περίπτωση (όπως πχ. στην γρίπη και στον κοκκύτη) περιλαμβάνουν (εκτός της τακτικής υγιεινής των χεριών) και τη χρήση απλής χειρουργικής μάσκας. Στην περίπτωση της μετάδοσης μέσω αερολυμάτων (παραδείγματα νοσημάτων είναι η ιλαρά και η φυματίωση) τα μέτρα προφύλαξης είναι πιο αυστηρά και χαρακτηρίζονται επιπλέον από εφαρμογή μάσκας με φίλτρο στο προσωπικό (πχ. Ν95, FFP3, FFP2), και φιλοξενία των ασθενών σε ειδικά δωμάτια απομόνωσης με αρνητική πίεση αέρα.
Στην περίπτωση του SARS-CoV-2, η επικρατούσα άποψη είναι ότι μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων (droplets), γι’ αυτό συστήνεται η χρήση απλής χειρουργικής μάσκας.
Η μείωση της διάδοσης της πανδημίας έχει να κάνει με τις στατιστικές και την εκτίμηση του κινδύνου (risk assessment). Εάν επιθυμούμε 100% αποφυγή της μόλυνσης, ο μόνος τρόπος είναι η πλήρης απομόνωση κάποιου, πράγμα πρακτικά αδύνατο για ένα κοινωνικό ον, όπως ο άνθρωπος. Έτσι υποχρεωτικά παίρνονται μέτρα που περιορίζουν την πιθανότητα εξάπλωσης από άτομο σε άτομο. Αυτά περιλαμβάνουν πλύσιμο χεριών, αποστασιοποίηση και χρήση μάσκας. Η χρήση μάσκας επιτρέπει να μειωθούν τα κρούσματα, οι φορείς και να αρθούν τα οποιαδήποτε περιοριστικά μέτρα.
Όσο πιο μακριά βρίσκεται κάποιος από έναν συμπτωματικό ή/και ασυμπτωματικό φορέα του ιού, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να κολλήσει και ακόμα μικρότερη να νοσήσει. Το πόσο μακριά πρέπει να βρίσκεται κάποιος από φορέα επηρεάζεται επίσης από διάφορους παράγοντες πχ επαφή σε ανοικτό ή κλειστό χώρο, εξαερισμό, ένταση ροής αέρα, θερμοκρασία, υγρασία, το ιικό φορτίο του φορέα, την κατάσταση της άμυνας αυτού που δέχεται τον ιό κλπ.
Η παρατεταμένη χρήση οποιασδήποτε μάσκας προσώπου, συμπεριλαμβανομένης και της N95, δεν έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί υπερκαπνία (δηλ. αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα) ή μείωση του κορεσμού οξυγόνου σε υγιείς ανθρώπους. Για ορισμένα άτομα με σοβαρή χρόνια πνευμονοπάθεια, η χρήση μάσκας μπορεί να δυσκολέψει την αναπνοή τους, αλλά όχι λόγω της κατακράτησης CO2 και ισχύει ότι αναφέρθηκε πιο πάνω.
Υπάρχουν εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας που φορούν μάσκες για παρατεταμένες περιόδους ως μέρος της συνήθους εργασίας τους (όπως κατά την εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων) και ανεπιθύμητες ενέργειες από αυτή την πρακτική δεν έχουν αναφερθεί. Μάσκες για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ορισμένες φορές πάνω από 2-3 χρόνια φοράνε παιδάκια ανοσοκατασταλμένα πχ παιδιά με καρκίνο υπό χημειοθεραπεία και δεν έχει αναφερθεί οποιαδήποτε επιπλοκή.
Η χρήση λοιπόν μάσκας μειώνει τον αριθμό των μικροοργανισμών που κάποιος απελευθερώνει στον αέρα. Έτσι, όσο περισσότεροι άνθρωποι φορούν μάσκες σε μια περιοχή, τόσο λιγότερα ιικά σταγονίδια διασπείρονται στο χώρο, και τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος κάποιος να εκτεθεί στον ιό.
Το πρόβλημα με τις μάσκες προσώπου είναι περισσότερο ηθικό, παρά ιατρικό. Η παρακολούθηση του προσώπου, των μορφασμών, της κίνησης του στόματος, είναι στοιχεία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Και εφόσον ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και η επιβίωση του στηρίζεται στο σχηματισμό κοινωνιών, η χρήση μάσκας τον δυσκολεύει. Παρόλο λοιπόν που δημιουργεί φραγμό στις κοινωνικές σχέσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να μετρήσουμε τι προηγείται και σαφώς η λογική λέει ότι προηγείται η επιβίωση του ανθρώπου.
Ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας (ΠΟΥ), σε πρόσφατη ανακοίνωση του (12/08/2010) https://www.who.int/news-room/q-a-detail/q-a-children-and-masks-related-to-covid-19?fbclid=IwAR1sJfHuiQII7iUEufB3WNyuLNxmHvbqv3W6PEgEIuOznxGJTdIvlYsp6So αναφέρει ότι υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι η γρήγορη εξάπλωση του SARS-CoV-2 coronavirus οφείλεται τουλάχιστον εν μέρει στο γεγονός ότι μπορεί να μεταδοθεί από άτομα που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Η χρήση μάσκας δεν εμποδίζει πλήρως τη μετάδοση και δεν μπορεί να προταθεί ως μοναδικό μέτρο, αλλά σε συνδυασμό με άλλα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, θα πρέπει να αποτελούν μέρος της “στρατηγικής εξόδου” από την καραντίνα.
Ο ΠΟΥ συμβουλεύει ότι ο κόσμος πρέπει να συμμορφώνεται πάντα με τις οδηγίες που εκδίδουν οι τοπικές αρχές σχετικά με τις συνιστώμενες πρακτικές στην περιοχή τους.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα παιδιά ηλικίας 5 ετών και κάτω μπορούν να φορούν ή να υποχρεούνται να φορούν μάσκα;
Γενικά, τα παιδιά ηλικίας 5 ετών και κάτω δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να φορούν μάσκες. Αυτό βασίζεται στη μειωμένη ικανότητα των παιδιών αυτών να χρησιμοποιούν κατάλληλα μάσκα με ελάχιστη βοήθεια. Παρόλα αυτά μπορεί να υπάρχουν συνθήκες που να απαιτείται η χρήση σε τόσο μικρά παιδιά, όπως η ανάγκη να είναι σωματικά κοντά σε κάποιον που είναι άρρωστος. Σε τέτοια περίπτωση ένας γονέας ή άλλος κηδεμόνας θα πρέπει να βρίσκεται σε άμεση οπτική επαφή για να επιβλέπει την ασφαλή χρήση της μάσκας.
Τι είδους μάσκα πρέπει να φορούν τα παιδιά;
Τα παιδιά που είναι γενικά υγιή, μπορούν να φορούν μια μη ιατρική ή υφασμάτινη μάσκα. Αυτό μειώνει την πιθανότητα μετάδοσης του ιού σε άλλα παιδιά εάν έχουν μολυνθεί ή είναι φορείς. Η δε μάσκα πρέπει να έχει το σωστό μέγεθος και να καλύπτει επαρκώς τη μύτη, το στόμα και το πηγούνι του παιδιού.
Αντίθετα τα παιδιά με υποκείμενες παθήσεις, όπως κυστική ίνωση, καρκίνο ή ανοσοκαταστολή, θα πρέπει, σε συνεννόηση με τους θεράποντες γιατρούς τους, να φορούν ιατρική μάσκα. Μια ιατρική μάσκα ελέγχει καλύτερα τη μετάδοση του ιού και προστατεύει αυτόν που τη φορά, συνιστάται δε για όσους βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρά από COVID-19.
Ο ΠΟΥ και η UNICEF συμβουλεύουν ότι η απόφαση χρήσης μάσκας για παιδιά ηλικίας 6-11 ετών θα πρέπει να βασίζεται στους ακόλουθους παράγοντες:
- Εάν υπάρχει αυξημένος επιπολασμός της νόσου στην περιοχή όπου κατοικεί το παιδί.
- Η ικανότητα του παιδιού να χρησιμοποιεί με ασφάλεια και κατάλληλα τη μάσκα.
- Πρόσβαση σε μάσκες, καθώς και ξέπλυμα και αντικατάσταση μασκών σε ορισμένα περιβάλλοντα (όπως σχολεία και υπηρεσίες παιδικής μέριμνας).
- Επαρκής επίβλεψη ενηλίκων και οδηγίες προς το παιδί σχετικά με το πώς να φορά και να βγάζει με ασφάλεια τη μάσκα του.
- Πιθανές επιπτώσεις της χρήσης μάσκας στη μάθηση και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη, σε συνεννόηση με εκπαιδευτικούς, γονείς/φροντιστές ή/και ιατρικούς παρόχους.
- Σε περιπτώσεις που το παιδί έρχεται υποχρεωτικά σε επαφή με άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης σοβαρής ασθένειας, όπως ηλικιωμένους και άτομα με άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες.
Για τα παιδιά άνω των 12 ετών ο ΠΟΥ και η UNICEF συμβουλεύουν ότι ισχύει και για τους ενήλικες, όσον αφορά τη χρήση μάσκας, ιδιαίτερα αν δεν μπορούν να τηρηθούν μέτρα αποστασιοποίησης τουλάχιστον 1 μέτρου ή αν υπάρχει αυξημένος επιπολασμός της νόσου στην περιοχή που ζουν και δραστηριοποιούνται.
Περισσότερα για τους τύπους των μασκών, πώς επιλέγονται και πώς χρησιμοποιούνται, υπάρχουν διαθέσιμα Videos στον πιο κάτω ιστότοπο του ΠΟΥ:
Συμπερασματικά η χρήση μάσκας μειώνει την πιθανότητα εξάπλωσης του ιού και συστήνουμε τήρηση των μέτρων της πολιτείας και ορθή χρήση της.